- ταμίης
- ταμίης (τάμνω): steward, dispenser, Il. 19.44; fig., πολέμοιο, ἀνέμων, Δ , Od. 10.21.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ταμίης — ὁ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ταμίας … Dictionary of Greek
ταμίης — τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (epic ionic) ταμία housekeeper fem gen sg (epic ionic) ταμίας masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭОЛ — • Aeolus, Αίολος, 1. старший сын Геллена и нимфы Орсеиды, внук Девкалиона или Зевса, брат Дора и Ксуфа, властитель фессалийской Магнесии, родоначальник эолийского племени и потому один из прародителей эллинского народа.… … Реальный словарь классических древностей
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek